Εσπερινό Γυμνάσιο με λ.τ. Θήβας
Αρχαία Ελληνικά Κύκλου Ανθρωπιστικών
Σπουδών Γ’ Τάξης Εσπερινού Λυκείου
Ρητορικά Κείμενα: Διασκευή της εισαγωγής
του σχολικού βιβλίου
Επιμέλεια: Βλάσης Τζούμαρης
Η ρητορική στην Αρχαία Ελλάδα
Α’. Η φυσική ρητορεία
Ορισμένοι άνθρωποι έχουν έμφυτο ταλέντο στο λόγο άσχετα προς το
επίπεδο των γραμματικών τους γνώσεων. Στον Όμηρο
ο ιδανικός ήρωας είναι τόσο ικανός στο λόγο, όσο και στη μάχη και διαπρέπει
στην «αγορά», τη συνέλευση με την ευγλωττία του, ανεξάρτητα από την καταγωγή
του. Ο σημαντικός κοινωνικά Νέστορας,
όσο και ο ασήμαντος Θερσίτης
εμφανίζουν ρητορικές δυνατότητες. Στη Λυρική
ποίηση στοιχεία ρητορικής βρίσκουμε σε Σόλωνα
και Πίνδαρο και στον Ηρόδοτο σώζονται αγορεύσεις ιστορικών προσώπων. Στη δημοκρατική Αθήνα με γνώρισμά της την
ισηγορία πολλοί ανέπτυξαν το φυσικό τους ταλέντο στο λόγο και σώζονται σχετικά
ονόματα όπως Πυθαγόρας, Πρωταγόρας, Αρισταγόρας, Ευαγόρας που δείχνουν την
εκτίμηση των Αθηναίων σε αυτή την έμφυτη ικανότητα. Σπουδαίοι φυσικοί ρήτορες υπήρξαν
ο Θεμιστοκλής κι ο Περικλής (ο δεύτερος είχε επηρεαστεί
και από τους σοφιστές), αλλά πιθανώς δεν κατέγραφαν τους λόγους τους.
Β. Η γέννηση της συστηματικής ρητορείας
Η συστηματική ρητορεία απαιτεί εκτός του φυσικού ταλέντου (φύσιν) γνώση (ἐπιστήμην) και άσκηση (μελέτην).
Η δικανική ρητορεία αναπτύχθηκε στη Σικελία
λόγω του πλήθους των δικών που ακολούθησαν την πτώση των τυραννικών καθεστώτων
και με τις οποίες πολίτες διεκδικούσαν την επιστροφή των περιουσιών τους. Ο Κόρακας και ο Τισίας θεωρούνται οι δημιουργοί
της συστηματικής ρητορικής. Επίσης αυτοί διαίρεσαν το ρητορικό λόγο σε μέρη
και χρησιμοποίησαν τα «εἰκότα», τα λογικά επιχειρήματα. Ο Τισίας έγραψε και το
πρώτο εγχειρίδιο ρητορικής (Τέχνη).
Γ. Ρητορεία και Σοφιστική
Το επίκεντρο της συστηματικής ρητορικής μεταφέρθηκε στην Αθήνα λόγω του πολιτεύματος, των συνελεύσεων, των
δικαστηρίων και της αγάπης των Αθηναίων στο λόγο. Την ανάπτυξή της ευνόησε
η παρουσία των σοφιστών, μερικοί από
τους οποίους δίδασκαν και Γραμματική και τεχνική του λόγου (Πρωταγόρας,
Πρόδικος). Ο Γοργίας ο Λεοντίνος
προώθησε ακόμη περισσότερο τη ρητορική και ειδικά την επιδεικτική και πολιτική.
Μελέτησε την επίδραση του «καιροῦ» στην
πειθώ, των ειδικών κοινωνικών, πολιτικών και ψυχολογικών συνθηκών που
επικρατούν σε ένα τόπο σε μια συγκεκριμένη στιγμή και που αν ληφθούν υπόψη
μπορούν να βοηθήσουν το ρήτορα στο έργο του. Ο λόγος του συνήθως ήταν
φορτωμένος με πολλά σχήματα (Γοργίεια) και προσέγγιζε τον ποιητικό, με σκοπό
τον εντυπωσιασμό.
Η σύνδεση της ρητορικής με τη σοφιστική οδήγησε στην αποδοκιμασία της, ιδίως από τον Πλάτωνα (Γοργίας, Φαίδρος). Ο Γοργίας αρνείται την αντικειμενική αλήθεια και την ηθική. Ο Πρωταγόρας δίδασκε ότι για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις
εξίσου αληθινές, οπότε επιλέγεται η πιο συμφέρουσα (δισσοί λόγοι). Δημιουργήθηκε έτσι η εντύπωση ότι η ρητορική δεν
ενδιαφέρεται για το δίκαιο και την αλήθεια, αλλά για ό, τι συμφέρει το ρήτορα.
Σε πολλές περιπτώσεις η ρητορική χρησιμοποιήθηκε για στρεψοδικίες και δημαγωγίες, ενώ συχνά σε μια δίκη ο ίδιος λογογράφος είχε γράψει το λόγο του
κατήγορου και του κατηγορούμενου!
Ο Πλάτων θεωρεί τη ρητορική
απλή εμπειρία, μέσο απάτης. Όχι
επιστήμη γιατί δεν έχει αξιόπιστες
μεθόδους και συγκεκριμένο αντικείμενο να διδάξει. Ο ρήτορας γι’ αυτόν έχει γνώμη και όχι γνώση για ένα θέμα.
Ο Ισοκράτης υπερασπίζεται
τη ρητορική, την αποκαλεί φιλοσοφία.
Κατακρίνει τα τεχνάσματα των επαγγελματιών ρητόρων, αλλά υπογραμμίζει την παιδευτική της αξία, αφού οδηγεί στην πνευματική
καλλιέργεια και δημιουργεί ανθρώπους της δράσης, πολιτικά όντα.
Ε’. Τα είδη του αττικού ρητορικού λόγου
Ο Αριστοτέλης τους διακρίνει σε:
1.
Συμβουλευτικούς,
με τους οποίους δίνονται συμβουλές για το μέλλον, συνήθως σε συνελεύσεις και
έχουν χαρακτήρα προτρεπτικό ή αποτρεπτικό. Οι λόγοι αυτοί συνήθως εκφωνούνταν
στην εκκλησία του δήμου, όπου αποφάσιζαν με ψηφοφορία για σημαντικά θέματα όσοι
Αθηναίοι πολίτες είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος και δεν είχαν στερηθεί τα
πολιτικά τους δικαιώματα. Τόπος συνήθως οριζόταν η Πνύκα, το θέατρο του
Διονύσου ή η αγορά. Ο ρήτορας είχε πλήρη ελευθερία λόγου, μεγάλη επιρροή, αλλά
και ευθύνη, αφού τα ονόματά τους περιλαμβάνονταν στα ψηφίσματα. Ξεχώρισε στο
είδος αυτό ο Δημοσθένης.
2.
Δικανικούς,
που αναφέρονταν στο παρελθόν, εκφωνούνταν στα δικαστήρια και ήταν κατηγορίες
και απολογίες. Δικαστήρια στην Αθήνα ήταν ο Άρειος Πάγος, δίκαζε όμως και η
Βουλή και η εκκλησία του Δήμου. Κυρίως όμως η Ηλιαία των 5000 και 1000
αναπληρωματικών δικαστών άνω των 30 και με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η Ηλιαία
δίκαζε σε τμήματα των 201, 401, 501 δικαστών για να αποφεύγονται ισοψηφίες.
Οριζόταν αποζημίωση για τους δικαστές, ο χρόνος αγόρευσης περιοριζόταν από την
κλεψύδρα και η ψήφος ήταν μυστική. Επιφανέστερος συνθέτης δικανικών λόγων ο
Λυσίας.
*Λογογράφοι: Έμπειροι δικανικοί
ρήτορες που αναλάμβαναν επί πληρωμή να γράφουν τους λόγους που θα εκφωνούσαν οι
διάδικοι στα δικαστήρια. Εκτός του χαρακτήρα των πελατών τους και των ειδικών
συνθηκών της δίκης υπολόγιζαν και τρόπους με τους οποίους ο πελάτης τους θα
επηρέαζε τους δικαστές, που ήταν απλοί πολίτες χωρίς ιδιαίτερη νομική κατάρτιση.
3.
Επιδεικτικούς
ή πανηγυρικούς που εκφωνούνταν σε εορτές και συγκεντρώσεις. Είναι
συγγενικοί με τους συμβουλευτικούς. Ο ρήτορας επιδιώκει την αποδοχή και τις
επευφημίες των ακροατών και υπηρετεί συχνά πολιτικούς στόχους. Επικρίνονται ή
κατακρίνονται πρόσωπα και γεγονότα του παρόντος με αναφορές στο παρελθόν αλλά
και το μέλλον. Ο Ισοκράτης διακρίθηκε σε αυτό το είδος.
ΣΤ. Τα μέρη του ρητορικού λόγου
Α. Προοίμιον: Σύντομο τμήμα
με το οποίο επιδιώκεται η ενημέρωση
του ακροατή και η εξασφάλιση της εύνοιας
και της προσοχής του. Ακολουθεί η «πρόθεσις», σύντομη έκθεση του θέματος.
Β. Διήγησις: Ο ρήτορας
παραθέτει τα άγνωστα, τα λίγο ή τα
εσφαλμένα γνωστά στον ακροατή γεγονότα.
Προσέχει να είναι σαφής και πειστικός, τονίζει τα ευνοϊκά, υποβαθμίζει τα
ασύμφορα στοιχεία ανάλογα με το συμφέρον του και δεν παραλείπει να προβάλει
στοιχεία του ήθους του ή να επιτεθεί στο ήθος των αντιπάλων του. Τη διήγηση τη
συναντάμε ως ξεχωριστό τμήμα του ρητορικού λόγου κυρίως στους δικανικούς
λόγους, σπάνια στους συμβουλευτικούς. Σύντομες διηγήσεις μπορούμε να βρούμε
όμως διάσπαρτες σε ρητορικούς λόγους παράλληλα με τις αποδείξεις.
Γ. Πίστις: το σημαντικότερο
τμήμα είναι η πίστις (απόδειξη). Υπάρχουν οι άτεχνες αποδείξεις και οι έντεχνες.
Οι άτεχνες δεν σχετίζονται με την ικανότητα του ρήτορα (συμβόλαια, διαθήκες,
νόμοι, όρκοι, καταθέσεις). Οι έντεχνες είναι αυτές που επινοεί ο ρήτορας και
είναι 5:
1.
Τα ενθυμήματα, σύντομοι συλλογισμοί που
οδηγούν σε πιθανά και ασφαλή συμπεράσματα, αν τα περιστατικά στα οποία
αναφέρονται είναι ακριβή. Συνήθως βασίζονται σε γενικά αποδεκτές απόψεις
(κοινοί τόποι).
2. Τα
παραδείγματα, που χωρίζονται σε ιστορικά (πραγματικά) και πλαστά. Έχουν
ενδεικτική και όχι αποδεικτική αξία, αλλά επηρεάζουν τον απλοϊκό ακροατή.
3. Οι
γνώμες, φράσεις και ρητά γενικού χαρακτήρα και η αποτελεσματικότητά τους
εξαρτάται από το κατά πόσο ο ακροατής εκτιμά τις γνώμες αυτές ή εκείνον που τις
εξέφρασε.
4. Τα
ήθη. Ο ρήτορας προβάλλεται ως έντιμος και ηθικός για να πείσει και να
κερδίσει την αποδοχή του ακροατή. Επιπλέον επιτίθεται στο ήθος του αντιπάλου
και επιχειρεί αν εξουδετερώσει τα επιχειρήματά του. Προκειμένου να κερδίσει τον
ακροατή εξυμνεί τους προγόνους του και τα κατορθώματά τους, τον κολακεύει και
αποδίδει τα τυχόν λάθη του στην κακή επίδραση ή την προδοτική στάση άλλων. Η
ηθοποιία (ρήτορας, αντίπαλος, ακροατής) έχει μεγάλη επίδραση στο ακροατήριο και
συναντάται σε κάθε ρητορικό λόγο.
5.
Τα πάθη. Ο ρήτορας προσπαθεί να
δημιουργήσει στους ακροατές τα συναισθήματα εκείνα που τον βοηθούν να πετύχει
το σκοπό του ή να μεταφέρει σε αυτούς τα δικά του (οργή, ενοχές, φόβο, ντροπή,
οίκτο, αγωνία, φιλία), ξέροντας ότι οι αποφάσεις συνήθως λαμβάνονται
περισσότερο συναισθηματικά.
Δ. Επίλογος: Επιδιώκεται η ανάμνηση (ανακεφαλαίωση) και η παθοποιία (προτροπή ή αποτροπή).
Απουσιάζει σε σύντομους λόγους.
Ο βίος του Λυσία
Γιος του Συρακούσιου Κέφαλου,
ασπιδοποιού, προσωπικού φίλου του Περικλή
που τον έπεισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα ως μέτοικος. Έλαβε υψηλή μόρφωση στην Αθήνα και στους Θούριους υπήρξε
μαθητής του Κόρακα και του Τισία. Ως
το 404 π.Χ. ζούσε άνετα με τα έσοδα της βιοτεχνίας και τη συγγραφή και διδασκαλία
λόγων, αλλά η οικογένειά του μπήκε στο στόχαστρο των τριάκοντα, οι οποίοι δήμευσαν την περιουσία του και θανάτωσαν τον
αδελφό του Πολέμαρχο. Από τα Μέγαρα αντιμετώπισε τους τριάκοντα με κάθε του
μέσο, ενώ μετά την πτώση των τυράννων παρά την πρόταση του Θρασύβουλου να του
δοθεί το δικαίωμα του πολίτη, επέστρεψε και παρέμεινε μέχρι τέλους ισοτελής. Ασχολήθηκε με τη λογογραφία, τη συγγραφή δικανικών
λόγων. Τον μόνο λόγο που εκφώνησε ήταν ο «Κατά Ἐρατοσθένους» στη δίκη του φόνου
του αδερφού του κατά του ενός από τους τριάκοντα που θεώρησε υπαίτιο.
Το έργο του Λυσία
Ασχολήθηκε ελάχιστα με τους συμβουλευτικούς,
περισσότερο με τος επιδεικτικούς και
κυρίως με τους δικανικούς λόγους.
Από τους 425 λόγους με το όνομά του
θεωρούνται γνήσιοι οι 233, ενώ
σήμερα μας είναι γνωστοί 172 τίτλοι
έργων του. Σώζονται όμως 35, από
τους οποίους μόνο 23 ολόκληροι, ενώ
υπάρχουν αμφισβητήσεις για τη
γνησιότητα κάποιων από αυτούς. Σώζονται και αποσπάσματα λόγων και επιστολές.
Συμβουλευτικός είναι μόνο ο Περί της Πολιτείας,
επιδεικτικοί ο Ολυμπιακός και ο Επιτάφιος, ενώ ο Ερωτικός μας σώζεται έμμεσα από το έργο του Πλάτωνα «Φαίδρος».
Η αξία του έργου του Λυσία
Πολύτιμες πληροφορίες για το καθεστώς
των Τριάκοντα, για την πολιτική
κατάσταση της Αθήνας από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ως τον
Κορινθιακό πόλεμο, συμπληρώνει τις γνώσεις που έχουμε για την εποχή από
Ξενοφώντα, Αριστοτέλη και Διόδωρο. Φωτίζει πολύπλευρα τον ιδιωτικό, πολιτικό,
οικονομικό βίο της τότε Αθήνας, το δίκαιο και τη δικονομία. Η αισθητική αξία του έργου μεγάλη. Οι
λόγοι χαρακτηρίζονται από τεχνική
αρτιότητα και προσήλωση στους κανόνες
της ρητορικής. Τα προοίμια είναι
ποικίλα, σύντομα και σαφή, η διήγησις
σαφής, φυσική και ευχάριστη. Στην απόδειξη
χειρίζεται επιδέξια τις «έντεχνες πίστεις» (επιχειρήματα), το ήθος και το
πάθος. Ο επίλογος είναι σύντομος και
ευχάριστος, ενώ θεωρείται αξεπέραστος στην ηθοποιία
(Διονύσιος Αλικαρνασσεύς), αφού ταυτίζει απόλυτα τους λόγους του στην
προσωπικότητα εκείνου που τους εκφωνεί.
Οι επιτυχημένοι λόγοι χαρακτηρίζονται από την «πειθώ» αλλά και την «χάριν»,
δηλαδή την απλότητα, την καθαρότητα και την ακρίβεια. Και ενώ την «πειθώ» και
την ικανότητα του «εὖ γράφειν» την έχουν και πολλοί άλλοι ρήτορες, η «χάρις»
είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα που διακρίνει το λυσιακό λόγο απ’
όλους τους άλλους, κατά το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα. Δίκαια θεωρείται ο κορυφαίος λογογράφος.
Λυσίου, Ὑπέρ Μαντιθέου
Η δημοκρατική Αθήνα είχε θεσμοθετήσει τη δοκιμασία για τους άρχοντες. Κάθε
Αθηναίος πολίτης μετά την εκλογή του σε κάποιο αξίωμα έπρεπε να υποστεί
υποχρεωτικά εξέταση για το αν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις και αν είναι
άξιος να φέρει το αξίωμα αυτό. Η εξέταση γινόταν ενώπιον της Βουλής σε πρώτο
βαθμό και στην Ηλιαία αν ο δοκιμαζόμενος ασκούσε έφεση επί της απόφασης.
Ο Μαντίθεος εξελέγη βουλευτής από την Ακαμαντίδα φυλή. Κάποιος
Αθηναίος εμφανίζεται και τον κατηγορεί ότι υπηρέτησε ως ιππέας το καθεστώς των
τριάκοντα και το όνομά του είναι καταγεγραμμένο σε σχετικό κατάλογο. Ο
Μαντίθεος δεν αρνείται την καταγραφή, θεωρεί όμως το στοιχείο αδύναμο, καθώς ο
κατάλογος ήταν εκτεθειμένος και με τέτοιο υλικό που θα μπορούσε να αλλοιωθεί το
περιεχόμενό του. Επιπλέον τονίζει το ότι ο τότε φύλαρχός του δεν εισέπραξε από
αυτόν ποτέ την κατάστασιν, την προκαταβολή που δινόταν στους ιππείς με την
ένταξη και επιστρεφόταν με την αποστράτευση, παρόλες τις συνέπειες που θα είχε
αν δεν κατέγραφε την επιστροφή των χρημάτων. Επίσης τονίζει την απουσία του από
την Αθήνα τη συγκεκριμένη περίοδο. Εκφωνήθηκε περίπου το 392-389 π.Χ., από
αναφορές στο έργο στο Θρασύβουλο και στην εκστρατεία στην Κόρινθο και άλλες
στρατιωτικές αναφορές στο έργο. Δεν γνωρίζουμε την έκβαση της δοκιμασίας.
Κατεβάστε το αρχείο σε .docx πατώντας εδώ
Κατεβάστε το αρχείο σε .pdf πατώντας εδώ
Κατεβάστε το αρχείο σε .docx πατώντας εδώ
Κατεβάστε το αρχείο σε .pdf πατώντας εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου