Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος, Μετάφραση

Οι μαθητές μας μπορούν να διαβάσουν πιο κάτω τη μετάφραση των χωρίων που ορίζονται από το πρόγραμμα ότι θα διδαχθούν από το πρωτότυπο.

Εναλλακτικά μπορούν να κατεβάσουν σε pdf τη μετάφραση πατώντας εδώ και κάνοντας λήψη και αποθήκευση του αρχείου. (Πατήστε το download πάνω δεξιά)
Για να διαβαστεί στον υπολογιστή σας θα πρέπει να έχετε εγκατεστημένο το Adobe Reader. Μπορείτε να τον κατεβάσετε από εδώ (κλικ)





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36

«Ἄρξομαι δέ ἀπό τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γάρ αὐτοῖς καί πρέπον δέ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τήν τιμήν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι.
τήν γάρ χώραν οἱ αὐτοί αἰεί οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετήν παρέδοσαν.
καί ἐκεῖνοι τε ἄξιοι ἐπαίνου καί ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γάρ πρός οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχήν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον.
τά δέ πλείω αὐτῆς αὐτοί ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καί τήν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καί ἐς πόλεμον καί ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην.
ὧν ἐγώ τά μέν κατά πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἤ εἴ τι αὐτοί ἤ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἤ Ἕλληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος, ἐάσω ·
ἀπό δέ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτά καί μεθ' οἵας πολιτείας καί τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καί ἐπί τόν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἄν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτά καί τόν πάντα ὅμιλον καί ἀστῶν καί ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν».

Θα αρχίσω λοιπόν από τους προγόνους πρώτα· γιατί είναι δίκαιο, και συγχρόνως ταιριαστό, σε μια τέτοια περίσταση, να δίνεται σ' αυτούς η τιμή αυτή της μνημόνευσης.
Γιατί οι ίδιοι κατοικώντας ανέκαθεν στη χώρα κατά τη διαδοχή των γενεών την παρέδωσαν με την ανδρεία τους ελεύθερη ως τώρα.
Και εκείνοι αξίζουν έπαινο κι ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας· γιατί, αφού, κοντά σ' αυτά που κληρονόμησαν, απόκτησαν με μόχθο όση εξουσία έχουμε, την κληροδότησαν σ' εμάς τους σημερινούς.
Όμως τα περισσότερα απ' αυτήν την εξουσία εμείς οι ίδιοι, που βρισκόμαστε τώρα στην ώριμη ηλικία, τα αυξήσαμε περισσότερο και προετοιμάσαμε την πόλη σε όλα, ώστε να είναι πάρα πολύ αυτάρκης και για πόλεμο και για ειρήνη.
Τα πολεμικά βέβαια κατορθώματα αυτών, με τα οποία το καθετί χωριστά αποκτήθηκε, ή το αν κάποτε εμείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε με προθυμία κάποιο βάρβαρο Έλληνα επιδρομέα, θα τ' αφήσω, επειδή δε θέλω να μακρηγορώ μπροστά σ' ανθρώπους που τα ξέρουν.
Αντίθετα, και με ποιες αρχές φτάσαμε σ' αυτό το σημείο και με ποιο πολίτευμα και με ποιους τρόπους ζωής έγινε η ακμή μεγάλη, αυτά αφού πρώτα πρώτα πω, θα έρθω και στον έπαινο αυτόν εδώ, γιατί νομίζω ότι, στην περίπτωση μας θα είναι πολύ ταιριαστό να ειπωθούν αυτά και ότι είναι ωφέλιμο όλος ο συγκεντρωμένος λαός, και από πολίτες και από ξένους, να τ' ακούσει αυτά.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
«Χρώμεθα' γάρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τούς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους, καί ὄνομα μέν διά τό μή ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται·
μέτεστι δέ κατά μέν τούς νόμους πρός τά ἴδια διάφορα πᾶσι τό ἴσον, κατά δέ τήν ἀξίωσιν , ὡς ἕκαστος ἐν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπό μέρους τό πλέον ἐς τά κοινά ἤ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατά πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθόν δρᾶσαι τήν πόλιν, ἀξιώματος ἀφάνειᾳ κεκώλυται.
ἐλευθέρως δέτά τε πρός τό κοινόν πολιτεύομεν καί ἐς τήν πρός ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τόν πέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδέ ἀζημίους μέν, λυπηράς δέ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι,
ἀνεπαχθῶς δέ τά ἴδια προσομιλοῦντες τά δημόσια διά δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν αἰεί ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καί τῶν νόμων, καί μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικούμενων κεῖνται καί ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν».

Συγκεκριμένα έχουμε πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους νόμους των άλλων, αλλά πιο πολύ είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Κι ως προς το όνομα βέβαια έχει ονομαστεί δημοκρατία, επειδή η εξουσία δε βρίσκεται στα χέρια των ολιγαρχικών αλλά του δήμου.
Και σύμφωνα βέβαια με τους νόμους έχουν όλοι ίδια δικαιώματα για τις ιδιωτικές τους διαφορές, για την προσωπική όμως επιβολή, όπως καθένας προκόβει σε κάποιον τομέα, προτιμάται στα δημόσια αξιώματα όχι τόσο από την κοινωνική του καταγωγή, παρά από την ικανότητα του ούτε πάλι αν είναι φτωχός, εφόσον μπορεί βέβαια να κάνει κάτι καλό στην πολιτεία, εμποδίζεται από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης.
Εξάλλου και τις σχέσεις μας με την πολιτεία τις διέπει η ελευθερία, και στις καθημερινές απασχολήσεις είμαστε απαλλαγμένοι από καχυποψία μεταξύ μας, και δεν αγανακτούμε με το γείτονα μας, αν κάνει κάτι όπως του αρέσει, κι ούτε παίρνουμε το ύφος πειραγμένου, που δεν επιφέρει βέβαια ποινή, όμως στενοχωρεί.
Κι αν στις ιδιωτικές μας σχέσεις δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στη δημόσια ζωή από σεβασμό προπάντων δεν παρανομούμε, χάρη στην υπακοή σ' αυτούς που κάθε φορά διοικούν την πόλη και (χάρη στην υπακοή) στους νόμους και προπάντων σ' εκείνους απ' αυτούς που και ισχύουν για να ωφελούν τους αδικούμενους και που, αν και είναι άγραφοι, φέρνουν αναμφισβήτητη ντροπή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Διαφέρομεν δέ καί ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γάρ πόλιν κοινήν παρέχομεν καί οὐκ  ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τίνα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος, ὅ μή κρυφθέν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδών ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τό πλέον καί ἀπάταις ἤ τῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τά ἔργα εὐψύχῳ·
καί ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μέν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθύς νέοι ὄντες τό ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δέ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδέν ἧσσον ἐπί τούς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν.
τεκμήριον δέ· οὔτε γάρ Λακεδαιμόνιοι καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντων δέ ἐς τήν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοί ἐπελθόντες  οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλότριᾳ τούς περί τῶν οἰκείων ἀμυνόμενους μαχόμενοι τά πλείω κρατοῦμεν.
ἁθρόα τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διά τήν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καί την ἐν τῇ γῇ ἐπί πολλά ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἤν δέ που μορίῳ τινί προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥαθυμίᾳ μᾶλλον ἤ πόνων μελέτῃ καί μή μετά νόμων τό πλέον ἤ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μή προκάμνειν, καί ές αὐτά ἐλθοῦσι μή ἀτολμότερους τῶν αἰεί μοχθούντων φαίνεσθαι, καί ἐν τε τούτοις τήν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καί ἔτι ἐν ἄλλοις».
Αλλά και με την στρατιωτική εκπαίδευση διαφέρουμε από τους αντιπάλους μας στα ακόλουθα. Συγκεκριμένα, και την πόλη μας κρατάμε ανοιχτή σε όλους, και ποτέ δεν εμποδίζουμε κάποιον με απέλαση είτε από το να μάθει είτε από το να δει κάτι, που αν δεν το κρύψουμε και το δει κάποιος απ' τους εχθρούς μας, μπορεί να ωφεληθεί, γιατί έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές προετοιμασίες και τεχνάσματα, όσο στην προσωπική μας γενναιοψυχία την ώρα της μάχης·
και στα εκπαιδευτικά συστήματα αυτοί από τη μια με επίπονες ασκήσεις επιδιώκουν αμέσως από την παιδική τους ηλικία να γίνουν ανδρείοι, ενώ εμείς, μονολότι ζούμε άνετα, προχωρούμε με όχι κατώτερο φρόνημα σε ίδια μεγάλους κινδύνους.
Και η απόδειξη συγκεκριμένα, και οι Λακεδαιμόνιοι δεν εκστρατεύουν μόνοι τους παρά μαζί με όλους τους σύμμαχους τους στη χώρα μας, και εμείς οι ίδιοι, κάθε φορά που εισβάλλουμε στη χώρα των άλλων, νικούμε τις περισσότερες φορές χωρίς δυσκολία μονολότι πολεμούμε σε ξένο τόπο, ανθρώπους που αμύνονται για τη σωτηρία της χώρας τους.
Και συγκεντρωμένη τη δύναμη μας κανείς εχθρός ως τώρα δεν την αντιμετώπισε, επειδή εμείς ταυτόχρονα και το ναυτικό φροντίζουμε, και σε πολλά μέρη της στεριάς στέλνουμε στρατό από μας τους ίδιους. Και αν κάπου (οι εχθροί) συγκρουστούν με κάποιο τμήμα μας και νικήσουν μερικούς από μας, καυχιούνται πως μας έχουν τρέψει σε φυγή όλους, και αν νικηθούν, ισχυρίζονται πως έχουν νικηθεί από όλους μας. Και βέβαια, αν ριχνόμαστε πρόθυμα στον κίνδυνο με ανεμελιά περισσότερο, παρά με επίπονη άσκηση και με ανδρεία που δεν πηγάζει τόσο από την επιβολή του νόμου όσο απ' τον τρόπο της ζωής μας, μας μένει κέρδος και το να μην κουραζόμαστε προκαταβολικά για τις δύσκολες στιγμές που είναι να έρθουν, και, όταν φτάσουμε σ' αυτές, να μη δειχνόμαστε κατώτεροι απ' αυτούς που αδιάκοπα πασχίζουν. Και ισχυρίζομαι ότι η πόλη μας και σ' αυτά είναι άξια να τη θαυμάζει κανείς και σε άλλα ακόμη.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
«Φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ' εὐτέλειας καί φιλοσοφοϋμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε έργου μᾶλλον καιρῷ ἤ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καί τό πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινι αἰσχρόν, ἀλλά μή διαφεύγειν ἔργω αἴσχιον.
ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἄμα καί πολι­τικῶν ἐπιμέλεια, καί ἑτέροις ἕτερα πρός ἔργα τετραμμένοις τά πο λιτικά μή ἐνδεῶς γνῶναι μόνοι γάρ τόν τε μηδέν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον' νομίζομεν, καί οἱ αὐτοί ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τά πράγματα, οὐ τούς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλά μή προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἤ ἐπί ἅ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν.
διαφερόντως γάρ δή καί τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοί μάλιστα καί περί ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαί δ’ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μέν θράσος, λογισμός δέ ὄκνον φέρει, κράτιστοι δ' ἄν τήν ψυχήν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινά καί ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καί διά ταῦτα μή ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων, καί τά ἐς ἀρετήν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς·
οὐ γάρ πάσχοντες εὖ, ἀλλά δρῶντες κτώμεθα τούς φί­λους, βεβαιότερος δέ ὁ δράσας τήν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι' εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν ὁ δέ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδώς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τήν ἀρετήν ἀποδώσων. καί μόνοι οὐ τοῖς ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἤ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινά ὠφελοῦμεν».
Συγκεκριμένα αγαπούμε το ωραίο με λιτότητα και καταγινόμαστε με τα γράμματα χωρίς μαλθακότητα. Και χρησιμοποιούμε τον πλούτο πιο πολύ για να έχουμε τη δυνατότητα για κάποιο έρ­γο, παρά για κομπορρημοσύνη, και δεν είναι ντροπή να παραδέχεται κανείς τη φτώχεια του, παρά πιο ντροπή είναι να μην την αποφεύγει δουλεύοντας.
Και συμβαίνει οι ίδιοι άνθρωποι να φροντίζουν και για τα ιδιωτικά τους ζητήματα και συγχρόνως και για τα δημόσια, και άλλοι πάλι, ενώ ο καθένας μας καταγίνεται με διαφορετική απασχόληση, να κατέχουμε τα πολιτικά ζητήματα σε βαθ­μό ικανοποιητικό· γιατί μόνο εμείς, αυτόν που δεν παίρνει καθόλου μέρος σ' αυτά, τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο αλλά άχρηστο, κι εμείς οι ίδιοι διατυπώνουμε τουλάχιστο ορθές σκέψεις πάνω στα ζητήματα ή τα συλλογιζόμαστε σωστά, επειδή δεν πιστεύουμε ότι τα λόγια βλάπτουν τις πράξεις, παρά περισσότερο το να μην κατατοπιστούμε πρώτα με το λόγο, πριν προβούμε σε ενέργειες για όσα πρέπει να γίνουν.
Γιατί πραγματικά, και σ’ αυτό είμαστε ξεχωριστοί, ώστε και να δείχνουμε τόλμη οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό, και να υπολογίζουμε με ακρίβεια τις συνέπειες για όσα θα κάνουμε. Αντίθετα στους άλλους η άγνοια βέβαια φέρνει αλόγιστο θάρρος, ενώ η σκέψη δισταγμό. Και πολύ δυνατοί στην ψυχή μπορεί να θεωρηθούν δίκαια εκείνοι που ξέρουν με μεγάλη ακρίβεια και τους κινδύνους του πολέμου και τις απολαύσεις της ειρήνης, και που όμως δεν προσπαθούν να αποφύγουν τους κινδύνους.
Και στην καλή διάθεση δεν έχουμε την ίδια γνώμη με τον πολύ κόσμο γιατί αποκτούμε τους φίλους μας όχι ευεργετούμενοι αλλά ευεργετώντας. Κι ο ευεργέτης είναι πιο σταθερός φίλος, εφόσον επιδιώκει να διατηρεί την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου, με τη συμπάθεια που δείχνει σ' αυτόν. Αντίθετα ο ευεργετημένος είναι απρόθυμος (να ξοφλήσει το χρέος του) γιατί ξέρει πως θα ανταποδώσει την ευεργεσία όχι για να του χρωστούν ευγνωμοσύνη παρά για ένα χρέος που ξοφλάει. Και μόνο εμείς ωφελούμε κάποιον άφοβα, όχι από υπολογισμό τους συμφέροντος, παρά μάλλον από φιλελεύθερο φρόνημα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41
«Ξυνελών' τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καί καθ' ἑκαστον δοκεῖν ἄν μοι τόν αὐτόν ἄνδρα παρ' ἡμῶν ἐπί πλεῖστ' ἄν εἴδη καί μετά χαρίτων μάλιστ' ἄν εὐτραπέλως τό σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι.
καί ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἤ ἔργων ἐστίν ἀλήθεια, αὕτη ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἥν ἀπό τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαί­νει, μόνη γάρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται,
καί μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ' οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων ἄρχεται, μετά με­γάλων δέ σημείων καί οὐ δή τοι ἀμάρτυρον γε τήν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καί τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα,
καί οὐδέν προσδεόμένοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μέν τό αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τήν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλά πᾶσαν μέν θάλασσαν καί γῆν ἐσβατόν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δέ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες. περί τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναί­ως δικαιοῦντες μή ἀφαιρεθήναι αὐτήν μαχόμένοι ἐτελεύτησαν, καί τῶν λειπομένων πάντα τινά ἐθέλειν ὑπέρ αὐτῆς κάμνειν».

Και συνοψίζοντας λέω ότι και η πόλη μας σε όλες τις εκδηλώσεις της είναι πνευματικό κέντρο της Ελλάδας, και, για τον καθένα χωριστά, ότι μου φαίνεται πως ο ίδιος πολίτης από μας μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτοδύναμο σε πάρα πολλά είδη ασχολιών και με χάρη και εξαιρετική επιδεξιότητα.
Και ότι αυτά εδώ δεν είναι μάλλον κομπορρημοσύνη της στιγμής αυτής παρά η πραγματική αλήθεια, αυτό το φανερώνει η ίδια η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε μ' αυ­τούς εδώ τους τρόπους σκέψης. Γιατί μόνο αυτή από τις τωρινές πόλεις βγαίνει από τη δοκιμασία ανώτερη από τη φήμη της
και μονάχα αυτή ούτε στον εχθρό, όταν της επιτεθεί, δίνει το δικαίωμα να πει με αγανάκτηση από τι ανάξιους εχθρούς νικιέται, ούτε στους συμμάχους της αφορμή για παράπονα, ότι τάχα δεν κυβερνιέται από άξιους. Και καθώς παρουσιάσαμε τη δύναμη μας με μεγάλες (απτές) αποδείξεις και όχι βέβαια χωρίς μαρτυρίες, θα μας θαυμάζουν και οι τωρινοί και οι μεταγενέστεροι,
και χωρίς να έχουμε καθόλου ανάγκη ούτε από έναν Όμηρο για να μας επαινέσει ούτε και από κανέναν άλλο - που με τα λόγια του θα μας δώσει μια πρόσκαιρη χαρά, την ιδέα όμως που θα σχηματιστεί (αργότερα) για τα έργα μας θα τη ζημιώσει η αλήθεια - παρά έχοντας αναγκάσει βέβαια με την τόλμη μας κάθε θάλασσα και στεριά να γίνει πέρασμα μας κι έχοντας ιδρύσει παντού αιώνια μνημεία και για τις συμφορές και για τις νίκες μας. Λοιπόν για μια τέτοια πόλη και αυτοί εδώ πέθαναν πολεμώντας γενναία, πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον τους να μη χαθεί αυτή, και κα­θένας απ' αυτούς που μένουν στη ζωή είναι φυσικό να μοχθεί για χάρη της.